αρχιτεκτόνημα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το (Α ἀρχιτεκτόνημα) αρχιτεκτονώ
1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα
2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα.