ασπροβολώ

Greek Monolingual

(-άω)
λάμπω με τη λευκότητα μου, ρίχνω λευκή ανταύγεια («ασπροβολούνε τα βουνά από το χιόνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + -βολώ < -βολος < βάλλω (πρβλ. αγκυροβολώ, γεννοβολώ, μοσκοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)].