αστροβολησία

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

ἀστροβολησία, η (Α) αστροβόλητος
το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο.