ασυλία
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
η (Α ἀσυλία) άσυλος
νεοελλ.
φρ.
1. «διπλωματική ασυλία» — το προνομιακό καθεστώς των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο μέτρο— στην έννομη τάξη του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα
2. «βουλευτική ασυλία» — το προνόμιο των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται χωρίς την άδεια του εκλογικού σώματος (εκτός από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)
αρχ.
1. το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε βάρος προσώπου ή ιερού χώρου
2. το να παρέχεται άσυλο σε ικέτες
3. απαλλαγή από φόρο ή συνεισφορά.