ατμίδα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀτμίς) ατμός
ατμός, ομίχλη
νεοελλ.
φρ. «ατμίδες ηφαιστειακές» — ανοίγματα στην επιφάνεια της γης από τα οποία εκλύονται αέρια (αποτελούν ένδειξη ηφαιστειακής δραστηριότητας).