ατρέμας

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

Greek Monolingual

ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α)
επίρρ.
1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά
2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά
3. απαλά, ευγενικά
4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» — είμαι ήρεμος, ησυχάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων (πρβλ. σάφα, τάχα κ.ά.) με κατάλ. -α < ινδοευρ. -n τα οποία προέρχονται από ουδέτερα με επιρρ. λειτουργία. Το τελικό -ς του τ. ατρέμας οφείλεται σε ευφωνικούς λόγους, όταν δηλ. η επόμενη λ. αρχίζει από φωνήεν].