αυλάρχης

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

Greek Monolingual

ο (Α αὐλάρχης)
ανώτατος αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, ο μάγιστρος των Βυζαντινών.