αυλόγυρος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ο
τοίχος ή περίφραγμα που περιθάλλει την αυλή.