αυταπατώμαι

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

(-άομαι)
απατώ τον εαυτό μου, σχηματίζω λανθασμένη κρίση για κάτι δικό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + απατώμαι (-άομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].