αυτερέτης

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

αὐτερέτης, ο (Α) ερέτης
1. κωπηλάτης και στρατιώτης ταυτόχρονα
2. αυτός που τραβάει μόνος του κουπί στη βάρκα του.