αυτοσχεδιάζω
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
Greek Monolingual
(AM αὐτοσχεδιάζω)
1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής
2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα.
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(AM αὐτοσχεδιάζω)
1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής
2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα.