αυτόπρεμνος
From LSJ
αὐτόπρεμνος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα
2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»].