αφαρπάζω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(AM ἀφαρπάζω)
αρπάζω κάτι βίαια
νεοελλ.
(-ομαι) είμαι ευέξαπτος, παραφέρομαι
μσν.
1. απάγω γυναίκα
2. (για το βλέμμα) απομακρύνω
αρχ.
1. κλέβω
2. αρπάζω κάτι με προθυμία και αποφασιστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αρπάζω].