αφώτιστος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφώτιστος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής
2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος
3. αβάφτιστος.