αφώτιστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφώτιστος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής
2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος
3. αβάφτιστος.
-η, -ο (AM ἀφώτιστος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής
2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος
3. αβάφτιστος.