αψεγάδιαστος

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444

Greek Monolingual

-η, -ο ψεγαδιάζω
αυτός που δεν έχει ψεγάδι, ο άψογος.