ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
αὖτε επίρρ. (Α)1. χρον. εκ νέου, πάλι2. προσέτι, περαιτέρω3. αντιθέτως, εξάλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυ + τε].