αἰθεροδινής
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Spanish (DGE)
(αἰθεροδῑνής) -ές
que forma remolinos en el éter Orác. en Theos.Tub.13.
Greek Monolingual
αἰθεροδινής, -ές (Α)
ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ, -έρος + -δίνης < δινῶ, -έω «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω»].