αἱμακτικός
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
αἱμακτική, αἱμακτικόν, making bloody, Sch.S.Ant.1003.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que ensangrienta Sch.S.Ant.1003P.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμακτικός: -ή, -όν, καθιστῶν τι αἱματηρόν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1003.