αἱμακτικός
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
English (LSJ)
αἱμακτική, αἱμακτικόν, making bloody, Sch.S.Ant.1003.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que ensangrienta Sch.S.Ant.1003P.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμακτικός: -ή, -όν, καθιστῶν τι αἱματηρόν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1003.