αἱμοχυσία

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοχυσία: αἱματοχυσία, Ψευδο-Χρυσ. τόμ. 7. σ. 255.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
derramamiento de sangre en los cultos paganos, Chrys.M.59.589, 61.707.