αὐγά

From LSJ

English (Slater)

αὐγά ray, beam ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (O. 3.24) τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65) ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας (N. 4.83)

Russian (Dvoretsky)

αὐγά: ἡ дор. = αὐγή.