αὐτόσοφος
From LSJ
English (LSJ)
αὐτόσοφον, of, with native mother-wit, Tz.H.8.437.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene sabiduría innata ἄνδρες Tz.H.8.430
•subst. ἦν αὐτόσοφον ὁ τέκτων el maestro de obras era la habilidad en persona, Erot.Fr.Pap.Tin.13.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόσοφος: -ον, ὁ ἐν ἑαυτῷ ἔχων τὴν σοφίαν, ἀληθῶς σοφός, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 437.
Greek Monolingual
αὐτόσοφος, -ον (Μ)
ο αληθινά σοφός.