αὔσιος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
= τηΰσιος, Ibyc.12; cf. αὔτως.
German (Pape)
[Seite 395] dor. = τηΰσιος, Ibyc. frg. 19 im E. M.
Greek (Liddell-Scott)
αὔσιος: τηΰσιος, Ἴβυκ. ἐν Ἐτυμ. Μ. σ. 171. 7.
Greek Monolingual
αὔσιος, -ον (Α)
τηΰσιος, μάταιος.
Greek Monotonic
αὔσιος: βλ. τηΰσιος.
Frisk Etymological English
See also: αὐτός
Frisk Etymology German
αὔσιος: {aúsios}
See also: s. αὐτός.
Page 1,190