βαλσαμέλαιον
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
τό, = σίλφιον, Sch.Ar.Pl.926.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 aceite de bálsamo, bálsamo usado para el dolor de oídos, Gal.14.519.
2 bot. silfio Sch.Ar.Pl.925.
Greek Monolingual
βαλσαμέλαιον, το (AM) και βαλσαμόλαιον (Μ)
σίλφιο, φαρμακευτικό φυτό.