βαρβ
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
Greek (Liddell-Scott)
βαρβ: ᾰρίζω, μέλλ. Ἀττ. -ῐω, φέρομαι ὡς βάρβαρος ἢ ξένος, ὁμιλῶ ὡς τοιοῦτος, Ἡρόδ. 2. 57· ὁμιλῶ ἐφθαρμένην ἑλληνικήν, Πλάτ. Θεαιτ. 175D· παραβαίνω τοὺς κανόνας τῆς γλώσσης, κάμνω σφάλματα περὶ τὰς λέξεις, βαρβαρισμούς, τῇ λέξει β. Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 3. 2· πρβλ. Στράβ. 663, Λουκ. Ρητ. διδ. 17 καὶ 23, κτλ. ΙΙ. φρονῶ τὰ τῶν βαρβάρων ἤτοι τῶν Περσῶν (πρβλ. μηδίζω, κτλ.), Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 35.