βαρύφθονος
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
βαρύφθονον, heavy with envy, χείρ Epigr.Gr.376a (Aezani), al.
Spanish (DGE)
(βᾰρύφθονος) -ον
de pesada envidia, muy envidioso ὃς ἂν προσοίσει χεῖρα τὴν βαρύφθονον, Ἑκάτης μελαίνης περιπέσοιτο δαίμοσιν Epigr.Gr.376d (Aria, imper.), cf. 376a, b (ambas Frigia, imper.), GVI 1375 (Cotieo, imper.), Epigr.Anat.6.1985.68.4, SEG 27.896, Inscr.Phryg.63.4 (todas Frigia, imper.), CRAI 1978.254 (Hadrianópolis III d.C.), v. tb. βαρύχθων.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφθονος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς φθονῶν, χείρ Ἐπίγραμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ.3814,3815, κ. ἀλλ.