βασιλισταί
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
οἱ, basilistai, guild of worshippers of Ptolemy Euergetes II, OGI130.6, IG12(3).443 (Thera). See also φιλοβασιλισταί.
Spanish (DGE)
-ῶν, οἱ
congregación para las actividades cultuales del rey, IG 12(3).443 (Tera III a.C.), ISyène 303.6 (II a.C.).
Greek Monolingual
βασιλισταί, οι (Α) βασιλίζω
ομάδα στρατιωτών και λατρευτών του Πτολεμαίου Ευεργέτη.