βασιλοφάγος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που «έφαγε», δηλ. σκότωσε ή εκθρόνισε βασιλιά
2. φανατικός πολέμιος του βασιλικού θεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + -φάγος < (θ.) φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω.) Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].