βεβαιοσύνη
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
Greek Monolingual
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) βέβαιος
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.