βελόνι

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source

Greek Monolingual

το (Μ βελόνι[ν])
μικρή βελόνα για ράψιμο
νεοελλ.
1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας
2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος
3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» — είναι πολύ ανήσυχος
6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι» — για εντελώς ασήμαντη απώλεια
γ) «περασμένος απ' του βελονιού την τρύπα» ή «...τον κόλο» — για πολύπειρο άνθρωπο
δ) «τραμουντάνα στο βελόνι» — ο άνεμος φυσάει ακριβώς από βόρεια διεύθυνση.