βεντέτα
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Greek Monolingual
(I)
η
έθιμο αντεκδίκησης μεταξύ δύο οικογενειών, το οποίο καταλήγει συνήθως σε αλληλοδιάδοχους φόνους μελών της μιας και της άλλης πλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vendetta «εκδίκηση»].
(II)
η
1. δημοφιλής καλλιτέχνης με εκκεντρικές, υπεροπτικές τάσεις
2. εκκεντρικός στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vedetta, με την ίδια σημασία].