βερέσχεθος
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
imbécile, niais AR.
Étymologie: mot d'origine inconnue, p.ê. nom de peuple.
Russian (Dvoretsky)
βερέσχεθος: ὁ простофиля, болван Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βερέσχεθος: ὁ, ἀνόητος, εὐήθης, βλάξ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 635, - πιθανῶς ὑπ΄ αὐτοῦ ἐπινοηθέν.
Greek Monotonic
βερέσχεθος: ὁ, ανόητος, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a booby, Ar.