βεργώνω

From LSJ

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Greek Monolingual

βέργα
1. χαράζω ευθείες γραμμές με τη βέργα
2. στηρίζω με ξερές βέργες κλαδιά που γέρνουν προς τα κάτω
3. γίνομαι σκληρός σαν βέργα.