βεργώνω

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source

Greek Monolingual

βέργα
1. χαράζω ευθείες γραμμές με τη βέργα
2. στηρίζω με ξερές βέργες κλαδιά που γέρνουν προς τα κάτω
3. γίνομαι σκληρός σαν βέργα.