βιβλιομανία

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

η
πάθος για συλλογή βιβλίων, σπάνιων για τον χρόνο ή τον τόπο της έκδοσής τους, τη βιβλιοδεσία ή ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + μανία (πρβλ. γαλλ. bibliomanie). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].