βιβλιομανία

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

η
πάθος για συλλογή βιβλίων, σπάνιων για τον χρόνο ή τον τόπο της έκδοσής τους, τη βιβλιοδεσία ή ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + μανία (πρβλ. γαλλ. bibliomanie). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].