βιβλιονόμος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ο
ο βιβλιοθηκονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -νόμος < νέμω (πρβλ. βιβλιοθηκονόμος, αστυνόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αχιλλέα Ποστολάκα].