βιβλιόψειρα

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η
καταστρεπτικό για τα βιβλία έντομο, που τρέφεται με χαρτί, δέρμα ή ξύλο, βιβλιοφάγος.