βιβλιόψειρα

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η
καταστρεπτικό για τα βιβλία έντομο, που τρέφεται με χαρτί, δέρμα ή ξύλο, βιβλιοφάγος.