βιοθανής

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Spanish (DGE)

-οῦς, ὁ criminal, A.Mart.10.13.3 ss.

Greek Monolingual

βιοθανής, -ές (Μ)
1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο
2. εκείνος που αυτοκτόνησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βία + -θανής < (θ) θαν- έθανον, αόρ. β' του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)].