βολβίδιον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 452] τό, eine Art kleiner Tintenfische, Hippocr. auch βολβίτιον, Galen. S. βολβιτίς.
Greek (Liddell-Scott)
βολβίδιον: ἢ μᾶλλον βολβίτῐον, τό, εἶδος μικροῦ πολύποδος (θαλασσίου) μὲ ἰσχυρὰν ὀσμὴν (πρβλ. ὄζαινα, ὀσμύλη), Ἱππ. 649. 35., 651. 50· ― καλεῖται δὲ καὶ βολίταινα, βολβοτίνη, βολβιτίς.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βολβιτίον Hp. en Gal.19.89
ict. pulpo almizclado, Eledone moschata Lam., Hp.Mul.2.133, l.c.