βολεί

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

απρόσ.
1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία
2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)].