βουθρέμμων

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

German (Pape)

[Seite 456] ον, Aesop. App. 12, Ochsen haltend.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit des bœufs.
Étymologie: βοῦς, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

βουθρέμμων: 2, gen. ονος кормящий быков Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

βουθρέμμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ τρέφων βοῦς, πόα Μανασσ. Χρον. 84· βουκόλος, αὐτόθι 6126.

Greek Monolingual

βουθρέμμων, ο, η (Μ)
εκείνος που τρέφει βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + τρέφω.