βουθρέμμων
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
German (Pape)
[Seite 456] ον, Aesop. App. 12, Ochsen haltend.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit des bœufs.
Étymologie: βοῦς, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
βουθρέμμων: 2, gen. ονος кормящий быков Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
βουθρέμμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ τρέφων βοῦς, πόα Μανασσ. Χρον. 84· βουκόλος, αὐτόθι 6126.
Greek Monolingual
βουθρέμμων, ο, η (Μ)
εκείνος που τρέφει βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + τρέφω.