βοωτία
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
ἡ, arable land or ploughing, Crito Hist.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ tierra de labranza Crit.Hist.Fr.Hist.5.
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, das Pflügen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
βοωτία: ἡ, χώρα καλλιεργήσιμος ἢ ἡ γεωργία, Κρίτων παρὰ Σουΐδ.