βουστρόφος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουστρόφος Medium diacritics: βουστρόφος Low diacritics: βουστρόφος Capitals: ΒΟΥΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: boustróphos Transliteration B: boustrophos Transliteration C: voustrofos Beta Code: boustro/fos

English (LSJ)

ον, ox-guiding, δεσμά AP 6.104 (Phil.); ox-tormenting, μύωψ ib. 95 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

-ον
que hace girar, que dirige a los bueyes, δεσμά AP 6.104 (Phil.), μύωψ ref. a la aguijada AP 6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 460] 1) Rinder lenkend, μύωψ Antiphil. 4 (VI, 95); so ist auch Philip. 14 (VI, 104) βουστρόφα δεσμά zu schreiben. – 2) βούστροφος, von Rindern umgewendet, gepflügt, Lycophr. 1438.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dirige les bœufs.
Étymologie: βοῦς, στρέφω.

Greek Monolingual

βουοτρόφος, -ον (Α)
1. αυτός που οδηγεί τα βόδια κατά το όργωμα
2. το ουδ. ως ουσ. η βουκέντρα.

Greek Monotonic

βουστρόφος: -ον (στρέφω), αυτός που οδηγεί τα βόδια· και ως ουσ., βούκεντρο, σε Ανθ.· ενώ, βούστροφος (προπαροξ.), «ηροτριωμένος», καλλιεργημένος από βόδια.

Russian (Dvoretsky)

βουστρόφος: управляющий (рабочими) волами Anth.

Middle Liddell

στρέφω
ox-guiding, and as substantive an ox-goad, Anth.