βουστρόφος
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ον, ox-guiding, δεσμά AP 6.104 (Phil.); ox-tormenting, μύωψ ib. 95 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ον
que hace girar, que dirige a los bueyes, δεσμά AP 6.104 (Phil.), μύωψ ref. a la aguijada AP 6.95 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 460] 1) Rinder lenkend, μύωψ Antiphil. 4 (VI, 95); so ist auch Philip. 14 (VI, 104) βουστρόφα δεσμά zu schreiben. – 2) βούστροφος, von Rindern umgewendet, gepflügt, Lycophr. 1438.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dirige les bœufs.
Étymologie: βοῦς, στρέφω.
Greek Monolingual
βουοτρόφος, -ον (Α)
1. αυτός που οδηγεί τα βόδια κατά το όργωμα
2. το ουδ. ως ουσ. η βουκέντρα.
Greek Monotonic
βουστρόφος: -ον (στρέφω), αυτός που οδηγεί τα βόδια· και ως ουσ., βούκεντρο, σε Ανθ.· ενώ, βούστροφος (προπαροξ.), «ηροτριωμένος», καλλιεργημένος από βόδια.
Russian (Dvoretsky)
βουστρόφος: управляющий (рабочими) волами Anth.
Middle Liddell
στρέφω
ox-guiding, and as substantive an ox-goad, Anth.