βροδοδάκτυλος
From LSJ
English (LSJ)
βροδοδάκτυλον, = ῥοδοδάκτυλος, rosy-fingered, μήνα (leg. σελάννα) Sapph.Supp.25.8.
Greek Monolingual
βροδοδάκτυλος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) ροδοδάκτυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροδοδάκτυλος -ον Aeol. voor ῥοδοδάκτυλος.