βροτοστόνος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
κλύδων dub. in E.Fr.669.
Spanish (DGE)
-ον
ensordecedor para los mortales κλύδωνι δεινῷ καὶ βροτοστόνῳ βρέμει E.Fr.669.
Greek Monolingual
βροτοστόνος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί στεναγμούς ή βάσανα στους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -στόνος < στόνος «στεναγμός»].
German (Pape)
Eur. frg. bei Schol. Ar. Pax 123, l.d.