βροτούμαι

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

βροτοῦμαι (-όομαι) (AM)
(για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι
αρχ.
λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»].