βροτούμαι

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

Greek Monolingual

βροτοῦμαι (-όομαι) (AM)
(για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι
αρχ.
λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»].