βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Dor. imper. aor. 2 of βαίνω.
v. βαίνω.
βᾶτε: Δωρ. προστακτ. ἀορ. β΄τοῦ βαίνω.
βᾶτε: Δωρ. αντί βῆτε, προστ. αορ. βʹ του βαίνω.