γέμωση

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

η
η γέμιση του φεγγαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω, με αναλογικό σχηματισμό προς το λίγωση (βλ. και λ. γεμώνω)].