γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
inf. ao. Moy. épq. de γαμέω.
γήμασθαι: эп. inf. aor. к γαμέω.
γήμασθαι inf. aor. med. van γαμέω.