γήπεδο

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το (Α γήπεδον και γεώπεδον)
τμήμα γης, αγροτεμάχιο
νεοελλ.
οικόπεδο και (κυρίως) έκταση ειδικά διευθετημένη και διαρρυθμισμένη για αθλητικές ασκήσεις ή παιδιές (γήπεδο ποδοσφαίρου)