δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
το (Α γήπεδον και γεώπεδον)τμήμα γης, αγροτεμάχιονεοελλ.οικόπεδο και (κυρίως) έκταση ειδικά διευθετημένη και διαρρυθμισμένη για αθλητικές ασκήσεις ή παιδιές (γήπεδο ποδοσφαίρου)