γαγγαλίζω
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
later form of Att. γαργαλίζω, Phryn.77, Anacreont.5.7 (but the contrary is stated in Phryn. PSp.56 B.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -ισμός v. γαργαλίζω.
German (Pape)
[Seite 469] spätere Form für γαργαλίζω, B. A. 87; vgl. Lob. zu Phryn. 97; Hesych. auch γαγγαλιάω.
Greek (Liddell-Scott)
γαγγαλίζω: μεταγεν. τύπος τοῦ Ἀττ. γαργαλίζω, Λοβ. Φρύν. 97, Mehlhorn Ἀνακρ. 5.7 (ἀλλὰ τοὐναντίον λέγεται ἐν Α.Β.31)·
Greek Monolingual
γαγγαλίζω (Α)
γαργαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαργαλίζω, που συνδέεται με τις γλώσσες του Ησυχίου γαγγαλάν, γαγγαλίζεσθαι «ήδεσθαι», γαγγαλίδες «γελασίνοι»].