γαιανθρακώδης

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

(-ους), -ες 1. ο γαιανθρακούχος
2. (για καύσιμη ύλη) αυτός που μοιάζει με γαιάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Πύρλα, στην εφημερίδα Βελτίωσις].